- τσέβδισμα
- το, Νβλ. τσεύδισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσέβδισμα — το, ατος το να τσεβδίζει κανείς, τραυλισμός, ελαττωματική προφορά ορισμένων συμφώνων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσεύδισμα — και τσέβδισμα, το, Ν [τσευδίζω / τσεβδίζω] ψεύδισμα … Dictionary of Greek
τσεύδισμα — το βλ. τσέβδισμα, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)